- σκιόψυκτος
- σκῐό-ψυκτος, ον,A cooled or dried in the shade, Sch. Nic.Th.97,692, Maxim. ap. Lyd.Mens.4.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιόψυκτος — ον, Μ αυτός που έχει στεγνώσει στη σκιά, που έχει ξεραθεί στη σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + ψυκτός (< ψύχω)] … Dictionary of Greek
σκιόψυκτον — σκιόψυκτος cooled masc/fem acc sg σκιόψυκτος cooled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιόψυκτα — σκιόψυκτος cooled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)